Η Περιστέρα είναι ένα μικρό ποταμίσιο χωριουδάκι στα ριζά του Κόζιακα. Διασχίζεται από τον Πηνειό-ένα γεμάτο άσπρη πέτρα και καταγάργαρα νερά ποτάμι, 6 χιλ. από την Καλαμπάκα, 14 από τα Τρίκαλα.

Κατοικείται από 250 κατοίκους, κυρίως, γεωργούς και κτηνοτρόφους.

Ανάμεσα στο λόφο «Σκούμπο», στα δυτικά του οικισμού, και τον Πηνειό απλωνόταν η αρχαία πόλη Φαλώρεια.

Ο προστάτης της Περιστέρας είναι ο Άγιος Γεώργιος.

Η μάνα μου καταγότανε από το διπλανό χωριό, τους Αγίους Θεοδώρους, με το φημισμένο Μοναστήρι πάνω στον βράχο. 

Το σπιτάκι μας, πάνω στην πλατεία, με την εκκλησία και το νέο σχολείο δίπλα. Ένα ωραίο, πέτρινο, με άσπρη πέτρα από τον Πηνειό, ισόγειο με δυό οντάδες και μια μεγάλη σάλα.

Εκείνος ο Χειμώνας του 56, ήταν πολύ βαρύς. Θυμάμαι είχε χιονίσει πολλές φορές από το Νοέμβρη μέχρι και τα μέσα Φλεβάρη. Ωστόσο, η Άνοιξη ήλθε νωρίς, σχεδόν από τον Μάρτη είχε καλοκαιριάσει. Η φύση πρασίνιζε και η γη λουλούδιαζε με πολλά μα πολλά λουλούδια, άσπρο-κίτρινα χαμομήλια, μαργαρίτες, ίτσια και μανουσάκια (άγριες ορχιδέες) και κίτρινες τουλίπες του αγρού.

Η Μεγάλη Σαρακοστή του Πάσχα, μια μεγάλη περίοδος νηστείας, προσευχής και πνευματικής περισυλλογής ασκούσε μεγάλη επίδραση στον κόσμο του μικρού μου χωριού και σε όλους τους Καραγκούνηδες. Πριν την Σαρακοστή, που δεν γίνονταν γάμοι, ούτε χοροί και πανηγύρια, ένοιωθαν την ανάγκη να διασκεδάσουν με τον τρόπο τους, να τραγουδήσουν και να χορέψουν.

Το Τριώδιο το χαιρετούσαν με ντουφεκιές. Μετά την πρώτη εβδομάδα, την απόλυτη, επιτρέπονταν τα πάντα, όπως και τη δεύτερη, που λέγεται κρεατινή, με την Τσικνοπέμπτη, ενώ την τρίτη εβδομάδα πριν την Τυροφάγο είχαν τραγούδια, χορούς, πειράγματα, αστειολογήματα, μασκαρέματα και διάφορα έθιμα, που φανέρωναν την αναζήτηση και λαχτάρα της ψυχής για χαρά και ευτυχία.

Εκείνη τη χρονιά το θρησκευτικό ημερολόγιο έδειχνε: Μάρτης 4 Κυριακή του Ασώτου, 10 Σάββατο Ψυχοσάββατο, 11 Κυριακή Απόκρεω, 18 Κυριακή Τυροφάγου, 19 Δευτέρα Καθαρά Δευτέρα και Κυριακή 6 Μαΐου Άγιο Πάσχα. Όλα, όπως φέτος το 2024 με μια μέρα διαφορά.

Όλοι στο χωριό πιστεύανε, όπως και όλοι Καραγκούνηδες, από την πρώτη βδομάδα της Αποκριάς ότι οι ψυχές των πεθαμένων απολύονται και βγαίνουν στον επάνω κόσμο. Και τα Σάββατα, τα ψυχοσάββατα, τα αφιερώναμε στους αγαπημένους μας νεκρούς, για να συγχωρεθούν, και, πηγαίναμε στο κοιμητήριο του χωριού, πίσω από την εκκλησία του Αη-Γιώργη και πολύ κοντά στο σπίτι μας, και θυμάμαι τη γιαγιά μου Θεοπούλα και τη μάνα μου που μοίραζαν τα κόλλυβα.

Ήταν πολύ ζεστή, σχεδόν καλοκαιρινή, εκείνη η Κυριακή της Τυροφάγου, που την λέγαμε η “Μεγάλη Αποκριά” (Μιγάλις Απουκριές στα καραγκούνικα): Μια βδομάδα πριν, είχα κλείσει τα έντεκά μου. Η μάνα μου με τη βοήθεια της γιαγιάς μας φόρεσε, εμένα την αδελφή μου και Φανή και τα μεγαλύτερα Νίκο και Λάμπρο, τα καλά ρουχαλάκια μας (στράνια όπως τα λένε οι Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας), στο χέρι φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα. Τα δικά μου: σκούρο μπλε κοντό παντελόνι, ανοιχτό γαλάζιο σακάκι, το πουκάμισα μου το μπλε ποπλίνα, μακριές πλεκτές μάλλινες κάλτσες και σκαρπινάκια κόκκινα χειροποίητα από τον τσαγκάρη του χωριού τον μπάρμπα Βάιο Ρούντο (Κατόπης, ήταν το παρατσούκλι του) και περπατήσαμε για τη λειτουργία, πολύ κοντά, στα πενήντα μέτρα από το σπίτι μας.

Σιγά, σιγά γέμιζε η εκκλησιά, πολύς, μα πολύς κόσμος, και πάνω από τριακόσιοι. Κατάνυξη, ταπεινότητα, γαλήνη, προσμονή, ελπίδα. Εμάς, τα παιδιά του δημοτικού ο δάσκαλος μας έβαζε όλα μαζί, είμασταν καμιά πενηνταριά. Οι γυναίκες ανέβαιναν στον γυναικωνίτη. Και, οι ψαλτάδες, προπάντων ο μπάρμπα-Αχιλλέας, ο δάσκαλος και ο αδελφός μου Λάμπρος (που έλεγε, πάντα και τον Απόστολο) έψαλλαν πολύ, μα πολύ ωραία τα τροπάρια της Κυριακής αυτής που θυμίζουν την έξοδο από τον Παράδεισο, σε συνδυασμό με την αρχή της νηστείας. Και, εμείς τα μικρά του δημοτικού, ανταγωνιζόμενα, να σιγοντάρουμε… Μμμ… μουμουμου… μιμιμιμι.

Ο Πρωτόπλαστος Αδάμ δεν τήρησε τη μία εντολή, της νηστείας, που του έδωσε ο Θεός, κι έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό κι έχασε τον Παράδεισο: «Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα· οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται, καὶ ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τὴν Πίστιν, καὶ ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ περικεφαλαίαν τὴν ἐλεημοσύνην, ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τὸν ἀληθινὸν κομίζεται στέφανον, παρὰ τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως.»

Στην εκκλησία, μετά την απόλυση, πρώτος και όρθιος ο παπάς, ο νεαρός Παπά-Στέφανος, στο στασίδι, μετά στ’ άλλα στασίδια οι γεροντότεροι και στη συνέχεια οι νεότεροι, πρώτα οι άνδρες και μετά οι γυναίκες, ασπάζονταν το χέρι του παπά, λέγοντας: “Χρόνια πολλά, σχώραμε” και η απάντηση: “Χρόνια πολλά, συχωρεμένος”. Μετά, πρώτος ο παπάς και κοντά χέρι-χέρι οι άνδρες και γυναίκες, στο τέλος εμείς τα μικρά, έβγαιναν στην αυλή της εκκλησίας, όπου χόρευαν το χορό του παπά λέγοντας: “Ένας είναι ο Θεός, δεύτερη η Παναγιά, Τρισυπόστατος Θεός, ας τον προσκυνήσουμε και δοξολογήσουμε, τέσσερες ευαγγελιστές, πενταπάρθενος χορός, εξ τα εξαπτέρυγα εφτά παπάδες διάβαζαν…”.

Ύστερα στον περίβολο της εκκλησιάς και στο χαγιάτι είχαμε το "Αποκριάτικο χειροφίλημα", παλιός κανόνας της θρησκευτικής μας παράδοσης. Φιλούσαμε με υπόκλιση το χέρι των πρεσβύτερων ανδρών και γυναικών, εμείς τα μικρά, όσο περισσότερο θαρραλέα είμαστε και όσα περισσότερα χέρια φιλούσαμε τόσες περισσότερες πενταρούλες και δεκαρούλες μαζεύαμε, πολλές φορές ξεπερνούσαμε και τις πέντε δραχμούλες...

Και, ευλογημένοι και πολυσυγχωρεμένοι, φαμίλιες-φαμίλιες γυρνούσαμε στα σπίτια μας για το γιόμα. Για να γιοματίσουμε, πλουσιοπάροχα, πριν την Σαρακοστή! Εκεί, στο σπίτι, κάνοντας τρεις μετάνοιες, φιλούσαμε τα χέρια της γιαγιάς (μανιάς στα καραγκούνικα), του πατέρα και της μάνα μας. Επίσης, μας επισκέπτονταν τα νιόπαντρα συγγενικά μας παιδιά, όπως ο Βάιος (Μπρούμης) και η Βασιλική, ο Γιώργος (Γόλας) και η Βάια, ο Σωτήρης (Σωτηράνας) και η Ρίνω (Μαλάμω), ο Βασίλης (Ρούντος και η Όλγα, μας έλεγαν “χρόνια πολλά”, φιλούσαν τα χέρια των πρεσβύτερων και τους ασήμωναν, που συμβολίζοντας τον αγνό βίο, τον αμόλυντο, και τούς εύχονταν “να ζήσουν και ν’ ασπρίσουν σαν τον Κόζιακα”.

Και η αποκριάτικη τάβλα, παραγεμισμένη με τυρόπιτες και σπανακοτυρόπιτες, τηγανίτες, μπακαλιάρο με πατάτες στο φούρνο, δίπλες με σπιτική μαρμελάδα και γαλατόπιτες και του πουλιού το γάλα. Και άφθονο το κοκκινέλι από το κρασί της σοδειάς μας που είχε ωριμάσει. Και, όλη η οικογένεια, επτά νοματαίοι γύρω γύρω στην τάβλα, στην κραιπάλη, ακόμη και η μανιά που από τη φύση της, και μαθημένοι στις στερήσεις από τον ατυχή πόλεμο του 1897 μέχρι τον τελευταίο ήταν λιτοδίαιτη.

Και να, το απογευματάκι, εκεί κατά τις τρεις, μπροστά από το δρόμο άρχισαν να κατεβαίνουν, με μεγάλο κέφι και χαρά και χορτάτοι, προς την πλατεία, στον περίβολο του σχολείου και της εκκλησίας όλοι οι χωριανοί με τα παιδιά και τα εγγόνια. Από την άλλη μεριά, ξεπρόβαλλαν άλλοι, μπροστά η μουσική κομπανία της Περιστέρας, ο Βασίλης ο Απόχας με το λαγούτο και τραγουδιστής, ο Σπύρος (Μπίλιος) Απόχας, ο αδελφός του βιολί, και ο Μήτσος ο Μάμαλης από το Μέρτσι (Κεφαλόβρυσο ) το κλαρίνο. Και, έπαιζαν το μπεράτι: ‘’Μπαίνω μες στ’ αμπέλι, μπαίνω μες στ’ αμπέλι/μπαίνω μες στ’ αμπέλι σα νοικοκυρά,/μωρ' σα νοικοκυρά΄΄.
Και, τραγουδώντας και χορεύοντας, σιγά, σιγά γέμισαν την πλατεία, πολύς, μα πολύς κόσμος, καμιά τριακοσαριά.

Και, όταν ο Βασίλης ο Απόχας, με το λαγούτο του άρχισε να τραγουδάει: Δεν μπόρεσα Νταλιάνα μου δεν μπόρεσα να βρω καμιά,/ δεν μπόρεσα να βρω καμιά σαν τη δική σου εμορφιά.... Ωρ’ Νταλιάνα μου ωρ’ Νταλιάνα μου,/ωρ’ ‘σύ μ’ έφαγες τα νιάτα μου. Όλοι επάνω στο χορό. Τέσσερεις γύροι, ο δάσκαλος ο Γιώργος ο Βακουφτσής με τα παιδιά του δημοτικού, εκεί είμασταν και εμείς τα μικρά, ο παπά-Στέφανος με τους γερόντους και πρεσβύτερους, οι γυναίκες και οι άντρες, εκεί ήταν και ο πατέρας και η μάννα, όμορφοι, στητοί, καλοντυμένοι (εκείνος 48, εκείνη 38 και είχαν 22 χρόνια παντρεμένοι) να χορεύουν με καμάρι και περηφάνεια.

Πιο ύστερα, στο σεργιάνι, όπου χόρευαν και τραγουδούσαν όλοι, έρχονταν από τη Σαρακίνα (διπλανό χωριό), δυο άνδρες – ο ένας ντυμένος, που έμοιαζε με αρκούδα, ζώο που θεωρείται αγαθοποιός πηγή της ζωής, και ο άλλος, ο αρκουδιάρης, που την κρατούσε από την αλυσίδα μ’ ένα ντέφι στο χέρι- γυρνούσαν στις παρέες των χωριανών και μάζευαν χρήματα για τη διασκέδαση και τη χαρά που πρόσφεραν.

Αργότερα στις τέσσερεις άρχιζαν τα αποκριάτικα αθυρόστομα δημοτικά τραγούδια με σκωπτικό και περιγελαστικό χαρακτήρα και έντονο το ρυθμικό στοιχείο, όπως το γνωστό «Πως το τρίβουν το πιπέρι» με παρεμβολές “τσακισμάτων”, επιφωνημάτων αλλά και εύηχων λέξεων χωρίς νόημα΅“μπρε-μπρε-μπρε”, “μπαμ-μπαμ-μπουμ”, “μάνα μου, μωρή”, “μπίγι-μπίγι-μπιγιρμέ” , που δεν γίνονται μόνο για λόγους ισομετρίας αλλά και για να υπογραμμίσουν το ρυθμό και να επιτείνουν τον όλο κωμικό χαρακτήρα του τραγουδιού. Τα όργανα της μουσικής κομπανίας, το κλαρίνο, το βιολί και το λαγούτο ανέβαζαν ακόμη περισσότερο τον ρυθμό και το κέφι.

Πιο πέρα κάποιες παρέες με παππούδες και μικρά, οι παππούδες έδεναν ένα αυγό καθαρισμένο σ’ ένα ράμμα και το αιωρούσαν πάνω από τα ανοιχτά στόματα των μικρών παιδιών και όποιος κατόρθωνε να το χάψει, θα ήταν ο νικητής της παρέας και κέρδιζε μια δεκαρούλα.

Κορίτσια και αγόρια της παντρειάς χόρευαν το γαϊτανάκι με ένα γραμμόφωνο που έφερναν οι κόρες του Λάμπρου του Γκούμα (του Μαύρου), οι ξαδέλφες μου Κωνστάντω και Σμαράγδω.

Και, αφού το κέφι και η ψυχική εφορία ανέβαινε και όλοι χαλάρωναν, ερχόταν, από τον μεγάλο πλάτανο στον παλιόμυλο, εμφανίζονταν μπουρμπουλωμένοι και μασκαρεμένοι οι Κουδουνάδες με μπουρμπούλια και προσωπίδες, μαύρες πάνινες γυναικείες μαντήλες, τις γνωστές μας τσίπες, που σκέπαζαν τα κεφάλια τους και τα πρόσωπά τους.

Ήταν το μπουλούκι του γάμου, που αναπαράσταινε τον παραδοσιακό γάμο. Στην πλατεία και μπροστά σε όλους γίνονταν οι αρραβώνες και τα στέφανα και ακολουθούσε ο παραδοσιακός γαμήλιος χορός. Όλους τους ρόλους υποδύονταν άνδρες διαφόρων ηλικιών, μικροί και μεγάλοι.

Έπαιρναν μέρος εκεί: Ο Φώτης ο Μπαρμπαρούσης Ποιητής), Χρήστος Κεραμάς (Καπετάνιος) , Χαράλαμπος Βαϊνάς και Βασίλης Περώνας σαν συμπέθεροι, Αποστόλης Μπαρμπαρούσης (Αποστολάκος) και Βαγγέλης Ρούντος (Κακαλάτσιας) σαν νύφη και γαμπρός, Γιάννης Περώνας σαν γιατρός και ο πατέρας μου σαν νοσοκόμος, ο Χρήστος ο Γκούμας (Τζαχρήστος) σαν παπάς και ο Βάιος ο Μπασαράς (Παύκας) σαν παπαδιά, ο Λάμπρος ο Βησσαρίου (αγελαδάρης) σαν χωροφύλακας και γύρω γύρω πολλοί μασκαρεμένοι και κουδουνάτοι που χτυπούσαν εκκωφαντικά τα κουδούνια και τα κυπριά.
Τόσο ο αρραβώνας όσο και ο γάμος διακωμωδούνταν με ατάκες και ακατάλληλες κινήσεις με σκοπό να προκαλέσουν γέλιο και κέφι στους θεατές. Τα ζευγάρια που ξεχώριζαν ήταν αυτά των γλωσσούδων συμπεθέρων, του παπά και της παπαδιάς, του χωροφύλακα με τα πρόστιμα και του γαμπρού και της νύφης. Το αλεύρι έπεφτε σύννεφο και κατέληγαν σε ένα μεγάλο χορό με και τραγουδούσαν αθυρόστομα τραγούδια που εμείς τα μικρότερα κοκκινίζαμε
Τις Μιγά- άντι καλέ,/Τις Μιγά- άντι καλέ,/τις Μιγάλις Απουκριέ,/τις Μιγάλις Απουκριές
που ανάβουν οι φουτιές/ και ζητούν να βρουν ψου… για να σβήσουν τις φουτιές,/άναψε και η Χριστίνα,
πού ’χ’ να γα…. ένα μήνα,/άναψε και η Μαρία/ κι έχει μιαν ανησυχία,/ άναψε κι η Παναγιώτα,
κακαρίζει σαν την κότα/ κι ανιβαίνει κατιβαίνει/ και την πού… δε χουρταίνει.
Μπρέ, μπρέ, μπρέ του μπουρανί/ και τσ’ Χαλάτσαινας του μ’ν...

Τουλάχιστον τρείς μεγάλοι γύροι γυναικών, ανδρών και νέων εχόρευαν την 'καραγκούνα΄!
Την Τρανή, μπρε, μπρε, μπρε, την Τρανή την Απουκριά1
την Τρανή την Απουκριά π’ απουκρεύουν τα φαϊά,
π’ απουκρεύουν τα φαϊά, απουκρεύουν κι απού μ’ν…,
π’ απουκρεύουν του τυρί κι απού πού---ου κι απού μ’.ί.
Τσιλιγκάδις ψέν’ τ’ αρνιά, τσιλιγκούσις ξουν τα μ’.ιά
κι την Καθαρή Δευτέρα δίνουν τα μ…ιά αέρα.

Και, τρώγοντας, και πίνοντας, και χορεύοντας έφτανε καλό βράδυ, έφταναν μεσάνυχτα.
Ατέλειωτο το κέφι, μεγάλη η χαρά και η εφορία και σιγά σιγά έκλεινε η μεγάλη μέρα της Τρανής Αποκριάς. Σουρωμένοι με ευτυχία, με γαλήνη, με αγάπη. Χορτάτοι και ψόφιοι πέφταμε στη ψάθινη στρωματσάδα μας.

Αυτή ήταν η Μεγάλη Αποκριά της 18ης Μάρτη του 1956.

ΠΟΤΕ μα ΠΟΤΕ δεν έκανα ΤΕΤΟΙΑ Αποκριά!
Αναστάσιος Μπασαράς
Μάρτιος 18/3/2024


Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.